Γράφει ο Θανάσης Αλαμπάσης
Το δικαίωμα διαγραφής των ασφαλισμένων από τα μητρώα των Κοινωνικοασφαλιστικών Συνταξιοδοτικών Οργανισμών.
Η εναλλακτική της καταβολής ασφαλιστικών εισφορών με παροχή εγγύησης του ελληνικού δημοσίου υπέρ των ασφαλισμένων
Δεδομένου ότι οι Κοινωνικοασφαλιστικοί Συνταξιοδοτικοί Οργανισμοί έχουν καταρρεύσει, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από τα Δικαστήρια είναι αν το απλό ταμειακό συμφέρον των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον, ώστε να μπορεί να αιτιολογήσει την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος για σεβασμό της περιουσίας των ασφαλισμένων, οι οποίοι υποχρεώνονται να καταβάλουν υπέρογκες εισφορές, για να λάβουν στο μέλλον συντάξεις ένδειας…
Κατά τη γνώμη μου, υπό τις παρούσες συνθήκες, η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών είναι νόμιμη υπό την προϋπόθεση παροχής εγγύησης του ελληνικού δημοσίου υπέρ των ασφαλισμένων. Διαφορετικά, ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει τη διαγραφή του από τα μητρώα του Κοινωνικοασφαλιστικού Συνταξιοδοτικού Οργανισμού που τον «ασφαλίζει».
1. Το ελληνικό κράτος διανύει παρατεταμένη κατάσταση κατάρρευσης των δημοσιονομικών του και ως εκ τούτου είναι παντελώς αφερέγγυο. Σύμφωνα με το μακροοικονομικό σενάριο του ΟΟΣΑ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλέπεται να φτάσει στα 181,3% του ΑΕΠ το 2014, από 176,6% φέτος, ενώ η ελληνική οικονομία θα πρέπει να παρουσιάσει υψηλές επιδόσεις τα επόμενα χρόνια για να μπορέσει να καταστεί βιώσιμο ένα τέτοιο ποσοστό χρέους. Αν η ανάπτυξη δεν είναι η αναμενόμενη, τότε θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για περαιτέρω βοήθεια στην Ελλάδα ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η έκθεση του ΟΟΣΑ προσδιορίζει ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει χρηματοδοτικό κενό 10 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2016 επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Περαιτέρω, από την τελευταία Έκθεση της ΤτΕ (Ιούνιος 2014) στην οποια αναλύεται η δυναμική του ΑΕΠ έως το 2030, εκτιμάται ότι σύμφωνα με το απαισιόδοξο σενάριο το ΑΕΠ θα "τρέχει" με ρυθμούς μόλις 1,4%, σύμφωνα με το αισιόδοξο με ρυθμούς 2,9% και σύμφωνα με το κεντρικό σενάριο με 2,1%. Από τις εκτιμήσεις της ΤτΕ προκύπτει ότι η δυναμική αυτή του ΑΕΠ θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του Χρέους έως και 10 μονάδες το 2020, δηλαδή στο 137% του ΑΕΠ, ανατρέποντας πλήρως τους σχεδιασμούς και της κυβέρνησης...
2. Από α) τη συνολική κατάρρευση της εθνικής Οικονομίας, β) τη μη βιώσιμη κατάσταση στην οποια έχει περιέλθει το ασφαλιστικό σύστημα συνολικά, γ) την εγγύηση από το κράτος της βασικής μόνο σύνταξης για τους μελλοντικούς συνταξιούχους που ανέρχεται σήμερα στα 360 ευρώ μηνιαίως (εξαιρουμένου του ΕΤΑΑ), δ) την εφαρμογή στο εξής, σκληρών ασφαλιστικών νόμων (ν. 3863/2010, 4093/2012 κ.ά.) στο πεδίο των συντάξεων, οι επίμαχες ρυθμίσεις των οποίων αφορούν στην κατάργηση ή μείωση επιδομάτων των συνταξιούχων των φορέων κυρίας και επικουρικής ασφαλίσεως, ε) την εισαγωγή ρήτρας μηδενικού ελλείμματος για τις επικουρικές συντάξεις και τα εφάπαξ που είναι μονόδρομος και στις κύριες συντάξεις, όπως αυτό καταγράφεται πολύ καθαρά στην έκθεση αξιολόγησης του ΔΝΤ (Ιούνιος 2014) για την πορεία του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με την οποία όλες οι υποδείξεις για την εφαρμογή νομοθεσίας η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί από την 1.1.2015 οδηγεί στο συμπέρασμα πως και στο τμήμα των κύριων συντάξεων θα πρέπει να εφαρμόζεται η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος (και όχι μόνο των επικουρικών, όπως ισχύει από την 1.7.2014 και τα εφάπαξ) στ) την έκθεση της ΤτΕ 2012-2013 (σελ. 74-78) στην οποία τεκμηριώνεται επιστημονικά η πρόβλεψη για μελλοντικές «συντάξεις ένδειας», εκτιμάται δε, πως είναι αναγκαία η ιδιωτική ασφάλιση για αξιοπρεπείς συντάξεις στο μέλλον, ζ) τα συμπεράσματα της αναθεωρημένης αναλογιστικής μελέτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το ασφαλιστικό σύστημα, όπου το «έτος μηδέν» για τα ασφαλιστικά ταμεία προσδιορίζεται στο έτος 2016, οπότε και θα έχουν εξανεμιστεί τα τελευταία αποθεματικά του συστήματος και τα έσοδα (από εισφορές και κρατική επιχορήγηση) δεν θα επαρκούν για να καλυφθούν οι παροχές των ασφαλιστικών ταμείων, η) την Έκθεση των Μίκαελ Μπρέουνιγκερ και Κριστίνα Μπενίτα Βίλκε (Ινστιτούτο της Παγκόσμιας Οικονομίας του Αμβούργου – HWWI) σε μελέτη τους με θέμα τη «μελλοντική σταθερότητα των ευρωπαϊκών κοινωνικών κρατών», η οποία εκδόθηκε τον Απρίλιο του έτους 2014 από το Γερμανικό Ινστιτούτο για τις Συντάξεις του Γήρατος (Deutsche Institut der Alterversorge) και αναφέρεται στα τέσσερα βασικά «υλικά» της ασφαλιστικής «βόμβας» στην Ελλάδα και συγκεκριμένα, i) «Η Ελλάδα είναι από τις πιο «γερασμένες» χώρες στην Ευρώπη, ii) Το 2030 σχεδόν το 40% του πληθυσμού της χώρας θα είναι πάνω από 65 ετών», ii) «Οι συντάξεις καλύπτουν (ασύγκριτα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ) το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δαπανών», iii) «Το “σιωπηρό” κρατικό χρέος που προέρχεται από τις επερχόμενες απαιτήσεις του ασφαλιστικού συστήματος ξεπερνούν το 600% του ελληνικού ΑΕΠ (περίπου 180 δισ. ευρώ) δηλαδή αντιστοιχούν στο τριπλάσιο του σημερινού δημοσίου χρέους (175% του ΑΕΠ), ενώ το “δηλωμένο” κρατικό χρέος απέναντι στα Ταμεία προσεγγίζει το 200% του ΑΕΠ», iv) «Η παραγωγικότητα της εργασίας βρίσκεται κάτω από το ευρωπαϊκό μέσο όρο», θ) του γεγονότος ότι η μείωση της αξίας των ομολόγων που διακρατούσαν τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία ή άλλοι φορείς (ύψους 16,2 δισεκ. ευρώ) δεν οδήγησε σε μείωση του χρέους, επειδή επρόκειτο για ενδοκυβερνητικό χρέος (βλ. Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο το «Το χρονικό της μεγάλης κρίσης» σελ. 107), παρέπεται ότι για την αποκατάσταση της μελλοντικής ζημίας των ασφαλισμένων, ήτοι της περιουσιακής ζημίας, στην οποια περιλαμβάνονται και τα χρηματικά ποσά που υποχρεωτικώς καταβάλλονται βάσει των εισφοροδοτικών υποχρεώσεων των ασφαλισμένων, για τη χορήγηση προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του ελληνικού κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών που, όμως, δεν τελούν σε αναλογία με την περιουσιακή προσδοκία των ασφαλισμένων, ως ενδιαφερόμενων, οι οποίοι υποχρεωτικώς κατέβαλαν στο παρελθόν υπέρογκες εισφορές για να λάβουν στο μέλλον, κατά το χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, «συντάξεις ένδειας», δεν απαιτείται να διαπιστωθεί κατά τρόπο βέβαιο ότι αυτή θα επέλθει, αλλά αρκεί η πιθανολόγηση του γεγονότος αυτού βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και της κοινής πείρας των πραγμάτων (πρβ Α.Π 1609/2007).
3. Το απλό ταμειακό συμφέρον του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να αιτιολογήσει την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων ή του δικαιώματος για σεβασμό της περιουσίας του δανειστή που η επίδικη ρύθμιση επιφέρει [πρβ. μειοψηφήσασα άποψη της απόφασης με αριθ. 3/2006 του Αρείου Πάγου που επικυρώθηκε με την από 22 Μαΐου 2008 απόφαση του ΕΔΔΑ (Υπόθεση ΜΕΪΔΑΝΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ, Προσφυγή αριθ. 33977/06) η οποια απέρριψε τον ισχυρισμό της ελληνικής κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία η διαφοροποίηση στον καθορισμό του ποσοστού των τόκων υπερημερίας ήταν αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία του δημόσιου νοσοκομείου. «Το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί τη θέση της Κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία η διαφοροποίηση στον καθορισμό του ποσοστού των τόκων υπερημερίας ήταν αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση προκειμένου να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία του νοσοκομείου. Όπως ορθά εξέφρασαν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και οι δικαστές του Αρείου Πάγου στη μειοψηφήσασα άποψη τους (βλέπε πιο πάνω απόφαση 3/2006 ΑΠ), το απλό ταμειακό συμφέρον του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση του δικαιώματος για σεβασμό της περιουσίας του δανειστή που επιφέρει η επίδικη ρύθμιση, παρά μόνον αν η Κυβέρνηση προβάλλει καμία άλλη εύλογη και αντικειμενική αιτία που θα μπορούσε να αιτιολογήσει τον διαχωρισμό ως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ.1 (βλέπε, mutatis mutandis, Λάρκος κατά Κύπρου, αριθ. 29515/95, §31, CEDH 1999-1).].
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) παραδέχεται ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου μπορούν να χαίρουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προνομίων και ασυλιών που τους επιτρέπουν να εκτελούν αποτελεσματικά τις αποστολές τους δημοσίου δικαίου. Εν τούτοις, εκτιμά ότι μόνο η υπαγωγή στη δομή του Δημοσίου δεν επαρκεί από μόνη της για να νομιμοποιήσει, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την εφαρμογή δημόσιων προνομίων, αλλά θα πρέπει αυτή να καθίσταται αναγκαία για την ορθή άσκηση των δημοσίων καθηκόντων (βλέπε, Υπόθεση ΜΕΪΔΑΝΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ, Προσφυγή αριθ. 33977/06 mutatis mutandis, Beer et Regan κατά Γερμανίας [CG], αριθ. 28934/95, §§ 53 και 57, 18 Φεβρουαρίου 1999, Hirschhorn κατά Ρουμανίας, αριθ. 29294/02, §§ 92-100, 26 Ιουλίου 2007).
Περαιτέρω, η υποχρέωση συμμόρφωσης στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ εκτείνεται (και) στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων. Αυτά δηλαδή οφείλουν να εναρμονίσουν τη νομολογία τους προς την ερμηνεία που υιοθέτησε το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Παρά την ανεξαρτησία τους έναντι της πολιτικής εξουσίας στην εσωτερική συνταγματική τάξη, τα εθνικά δικαστήρια των κρατών-μελών είναι, από άποψη διεθνή, όργανα του κράτους. Οφείλουν άρα και αυτά «συμμόρφωση» κατά το άρθρο 46 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το Ν.Δ. 537/1974 και έχει, σύμφωνα με το 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων ,αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1Σ σε συνδυασμό προς 4 Σ που επιτάσσει ισότητα και ισότητα διαδικαστική μεταξύ των διαδίκων δεν δικαιολογείται η διατήρηση διαφορετικών διαδικαστικών προϋποθέσεων και ρυθμίσεων οποιασδήποτε φύσεως και σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον διοικητικής αρχής ή Δικαστηρίου υπέρ του Δημοσίου έναντι εκείνων που ισχύουν για τους αντιδίκους τους. Τα τελευταία χρόνια και με ερμηνευτικό καταλύτη τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει διαμορφωθεί μια νομολογιακή τάση «εκκαθάρισης» των δικονομικών προνομίων που αναγνωρίζονται, συχνά με παρωχημένες διατάξεις, υπέρ του Δημοσίου, όταν δεν δικαιολογούνται από κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος και, κατά τούτο, αντίκεινται στην αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ (βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η έκδ., 2007, σ. 456-457, Ν. Νίκα, Η αρχή της ισότητας των όπλων και τα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου στην πολιτική δίκη, Αρμ 2004, σ. 325 επ., Γ. Παραρά, Δικονομικά προνόμια του Δημοσίου και ΕΣΔΑ, ΔτΑ 2003, σ. 269 επ.).
4. Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Όπως έχει παγίως κριθεί, η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά το δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ` εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από το προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε. Ολομ. 2396/2004, Ολομ. 2180/2004, Ολομ. 1252 -1253/2003).
Και ναι μεν για την μελλοντική πλήρη κατάρρευση των Κοινωνικοασφαλιστικών Οργανισμών καθώς και για τα χρηματικά ποσά που υποχρεωτικώς καταβάλλονται βάσει των εισφοροδοτικών υποχρεώσεων των αυτοασφαλιζόμενων, που στην προκειμένη περίπτωση ανέρχονται ετησίως στο ποσό των 2.800 ευρώ, τα οποία δεν τελούν σε αναλογία με την περιουσιακή προσδοκία αυτών, ως ενδιαφερόμενων, οι οποίοι υποχρεωτικώς καταβάλουν υπέρογκες εισφορές για να λάβουν στο μέλλον, κατά το χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, «συντάξεις ένδειας» όπως τούτο τεκμηριώνεται επιστημονικά στην έκθεση της ΤτΕ 2012-2013 (σελ. 74-78), δεν μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα αφού πρόκειται για κάτι που δεν επήλθε, αλλά θα μπορούσε να επέλθει, συνεπώς το αίτημα διαγραφής του ασφαλισμένου από τα μητρώα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως που βασίζεται στην αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών θα μπορουσε να κριθεί ως ασκούμενο πρόωρα, δηλαδή ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον εξαρτάται από μελλοντικές συνθήκες που έχουν σχέση με τα εν γένει οικονομικά δεδομένα και τις εν γένει βιοτικές και οικονομικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον και δεν είναι από τούδε ασφαλής η πρόβλεψή τους, όμως με βάση την αρχή της ισότητας, η οποία αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων (φυσικών και νομικών) που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, το ίδιο πρέπει να ισχύσει και για τους Κοινωνικοασφαλιστικούς Οργανισμούς: για την μελλοντική συνταξιοδοτική παροχή που, υπό την αίρεση της θεαματικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας (!), θα μπορούσε να τελεί σε αναλογία με την περιουσιακή προσδοκία των ασφαλισμένων με βάση την εκπλήρωση υπέρογκων εισφοροδοτικών υποχρεώσεων, που σήμερα ανέρχονται στο ποσό των 2.800 ευρώ ετησίως, δεν μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα αφού πρόκειται για κάτι που δεν επήλθε, αλλά θα μπορούσε να επέλθει, συνεπώς η αξίωση των Συνταξιοδοτικών Οργανισμών της εκπλήρωσης υπέρογκων εισφοροδοτικών υποχρεώσεων δίχως παροχή εγγύησης του ελληνικού δημοσίου υπέρ των ασφαλισμένων που χρηματοδοτούν τους εν λόγω οργανισμούς, θα μπορούσε να κριθεί ως ασκούμενη πρόωρα (σε κάθε δε περίπτωση καταχρηστικώς), δηλαδή ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από μελλοντικές συνθήκες που έχουν σχέση με τα εν γένει οικονομικά δεδομένα και τις εν γένει βιοτικές και οικονομικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον και δεν είναι από τούδε ασφαλής η πρόβλεψή τους, πολλώ δε μάλλον όταν η πιθανολόγηση του γεγονότος αυτού βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και της κοινής πείρας των πραγμάτων, είναι στην προκείμενη περίπτωση, εξαιρετικά αμφίβολη.
Έτσι οι ρυθμίσεις με τις οποίες αφενός θεσμοθετείται η υποχρέωση υπέρογκων εισφοροδοτικών υποχρεώσεων χωρίς παροχή εγγύησης του ελληνικού δημοσίου υπέρ των ασφαλισμένων που χρηματοδοτούν τους Κοινωνικοασφαλιστικούς Συνταξιοδοτικούς Οργανισμούς, αφετέρου προάγουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων, με τη μορφή της εισαγωγής του καθαρά χαριστικού μέτρου (προνομίου) υπέρ των Συνταξιοδοτικών Ταμείων μέσω της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης με χρηματικά ποσά, που στα πλαίσια των εισφοροδοτικών υποχρεώσεων των ασφαλισμένων ανέρχονται ετησίως στο ποσό των 2.800 ευρώ, για να λάβουν στο μέλλον, κατά το χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, συνταξιοδοτικές παροχές που δεν τελούν σε αναλογία με την περιουσιακή προσδοκία αυτών, πρόσθετα δε, της αφαίρεσης δικαιωμάτων των ασφαλισμένων που παρέχονται από τιθέμενο γενικότερο κανόνα και συγκεκριμένα της προσδοκίας αυτών, ως ενδιαφερόμενων, οι οποίοι υποχρεωτικώς καταβάλουν εισφορές για να λάβουν στο μέλλον, κατά το χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, συνταξιοδοτικές παροχές που (να) τελούν σε αναλογία με την περιουσιακή προσδοκία αυτών, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1, 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, από τα άρθρα 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974) και τα άρθρα 2 παρ. 3 α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν2462/97).
Τούτων δοθέντων, βασίμως προβάλλεται ότι το απλό ταμειακό συμφέρον των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να αιτιολογήσει την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος για σεβασμό της περιουσίας των ασφαλισμένων, που οι ως άνω επίδικες ρυθμίσεις προσβάλουν κατά το μέρος που με αυτές θεσμοθετείται η υποχρέωση υπέρογκων εισφοροδοτικών υποχρεώσεων υπέρ των Συνταξιοδοτικών Οργανισμών (πρβ. μειοψηφία 3/2006 ΑΠ που επικυρώθηκε με την από 22 Μαΐου 2008 απόφαση του ΕΔΔΑ (ΜΕΪΔΑΝΗΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ, Προσφυγή αριθ. 33977/06) mutatis mutandis, Beer et Regan κατά Γερμανίας [CG], αριθ. 28934/95, §§ 53 και 57, 18 Φεβρουαρίου 1999, Hirschhorn κατά Ρουμανίας, αριθ. 29294/02, §§ 92-100, 26 Ιουλίου 2007). Πολλώ δε μάλλον όταν ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης δεν διασφαλίζεται με την διατήρηση του καθαρά χαριστικού αυτού μέτρου υπέρ των Συνταξιοδοτικών Ταμείων ήτοι της καταβολής εισφορών που δεν τελούν σε αναλογία με την περιουσιακή προσδοκία των ασφαλισμένων, αφού η προοπτική κατάρρευσης των Συνταξιοδοτικών Ταμείων βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων και της κοινής πείρας των πραγμάτων (πρβ Α.Π 1609/2007) θεωρείται ως μη αναστρέψιμη, τούτο δε ανεξαρτήτως του (στενού) ταμειακού τους συμφέροντος που εξυπηρετείται με την εισροή των ασφαλιστικών εισφορών, κατά τρόπο που πλέον τα Συνταξιοδοτικά Ταμεία δεν είναι οικονομικά εύρωστα για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην, κατά το Σύνταγμα, αποστολή τους (πρβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 2199/2010, Π.Ε. 147/2009, 200/2007, 165/2003, 300/1999).
Συνεπώς δικαιολογείται κατά την άποψή μου, για κάθε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών που πραγματοποιεί ο ασφαλισμένος να του χορηγείται, ως εγγύηση, το ισόποσο των καταβληθεισών εισφορών υπό τη μορφή αξιοχρεης εγγυήσεως του ελληνικού δημοσίου.
Η παραπάνω απαίτηση (παροχή εγγύησης) γίνεται επιτακτική αν ληφθεί υπόψη ότι α) τα ποσά που εισπράττονται από το ΚΕΑΟ και αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων δεν αποτελούν έσοδο των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών όπως ορίζει ο νόμος, αλλά επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων προς τη συμβολή του ασφαλισμένου στην δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του εκάστοτε ασφαλιστικού οργανισμού, δεδομένου ότι από τις διατάξεις των εκδοθέντων/ εφαρμοστικών νομοθετημάτων που έχουν έως σήμερα εκδοθεί βάσει του εξουσιοδοτικού άρθρου 101 ν. 4172/2013, από πουθενά δεν προκύπτει ο τρόπος και ο χρόνος απόδοσης των εισπράξεων των οφειλών των ασφαλισμένων στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και β) από το 2007 δεν καταρτίζονται ισολογισμοί και απολογισμοί του Ταμείου Νομικών, από τους οποίους να προκύπτει η οικονομική κατάσταση του Ταμείου, από τα υπόλοιπα των λογαριασμών ενεργητικού και παθητικού που εμφανίζει τα έσοδα και τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν μέσα στις χρήσεις, καθώς και το πλεόνασμα ή έλλειμμα που τυχόν προέκυψε σε κάθε χρήση και γ) η απόδοση ενός τυπικού συνταξιοδοτικού προγράμματος ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρίας, με ηλικία έναρξης τα 41 έτη του ασφαλισμένου και διάρκεια επένδυσης τα 26 έτη, το οποίο βασίζεται σε πληροφορίες και σε σφόδρα πιθανολογούμενες υποθέσεις επί τη βάσει ετήσιων εισφορών ύψους 2.800 ευρώ (ισόποσες δηλ. εισφορές με αυτές που ο αυτοασφαλιζόμενος άμισθος δικηγόρος υποχρεούται να καταβάλει στο ΕΤΑΑ – ΤΑΝ), ανέρχεται στο ποσό των 157.019 ευρώ εφάπαξ καταβολής, με εγγύηση του κεφαλαίου και ετήσιο επιτόκιο 1,75%.