Γράφει ο Γιώργος Τσακίρης
Με αφορμή τα τελευταία και άκρως σημαντικά γεγονότα που έλαβαν χώρα, τόσο λόγω της απόφασης του Eurogroup για την Κύπρο, όσο και γενικότερα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, θα πρέπει κανείς, για να μπορέσει να βγάλει τα συμπεράσματά του, να προσπαθήσει να αποστασιοποιηθεί από τις όποιες πολιτικές του καταβολές και ιδεολογίες, λαμβάνοντας συγχρόνως υπ’ όψιν του όλα τα δεδομένα (οικονομικά, ιστορικά, διεθνών σχέσεων, γεωπολιτικών συμμαχιών κλπ)
Μια ματιά και στον χάρτη της περιοχής, δεν θα έβλαπτε!
Ξεκινώντας από το δεδομένο ότι η Κύπρος αποτελεί το τελευταίο κράτος της ΕΕ στο οποίο υφίσταται ακόμη η εισβολή και κατοχή του Βόρειου τμήματος της επικράτειάς του από ξένη δύναμη, αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι αυτή η κατάσταση, παρά τα 40 περίπου χρόνια της πραγματικότητάς της (τα 10 από τα οποία εντός της ΕΕ !), δεν μπορεί να διαιωνίζεται, προσδοκώντας να ..τελεσφορήσουν οι προσπάθειες διαλόγου μεταξύ των νόμιμων εκπροσώπων ενός αναγνωρισμένου κράτους-μέλους Διεθνών Οργανισμών και των πολιτικά, γεωστρατηγικά και οικονομικά εξαρτωμένων από τους εξ Ανατολών γείτονές μας, εκπροσώπων της αντίθετης πλευράς.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Κύπρος (όπως και η Κρήτη) αποτελούν δύο τεράστια και «αβύθιστα αεροπλανοφόρα» στην ευρύτερη περιοχή, ο έλεγχος των οποίων αποτελεί σημαντικό γεωστρατηγικό πλεονέκτημα.
Αποκλείοντας την περαιτέρω στρατιωτική επέμβαση από οποιονδήποτε για την οριστική λύση του μεγάλου αυτού προβλήματος, η μόνη άλλη οδός δεν μπορεί παρά να είναι η ... οικονομική.
Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η ανακάλυψη των μεγάλων (κατ’ άλλους τεράστιων) κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο θαλάσσιο χώρο Νότια της Κύπρου, μια «ανακάλυψη» που πρέκυψε μετά τη γνωστοποίηση, εδώ και χρόνια, αρκετών ειδικών επιστημόνων ότι τα κοιτάσματα στις χώρες της Αραβικής χερσονήσου βαίνουν διαρκώς μειούμενα με ορίζοντα εξάντλησης μέσα στα επόμενα 40-50 χρόνια, έδωσε το έναυσμα σ’ εκείνους οι οποίοι καθορίζουν τις τύχες του κόσμου, να σχεδιάσουν (ή απλά να θέσουν σε εφαρμογή) τα βήματα τα οποία θα έπρεπε να ακολουθηθούν ώστε :
Α) να δοθεί οριστική λύση στο ζήτημα της διχοτόμησης του νησιού, χωρίς να χαθεί ο έλεγχός του
Β) τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων αλλά και οι «οδοί διοχέτευσής τους» στην αγορά, σε καμία περίπτωση να μην αφεθούν στα χέρια «ευεπίφοβων» ή –έστω – έχοντας ευήκοα ώτα σε αντίπαλες δυνάμεις, κρατών, ανθρώπων εταιριών κλπ
Ανεξάρτητα με την σειρά στην οποία θα βάλει κανείς τα ανωτέρω («ανακάλυψη» κοιτασμάτων, επίλυση Κυπριακού), τα δεδομένα δεν αλλάζουν.
Συγχρόνως, και λόγω των δυσκολιών οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, τόσο λόγω του χώρου στον οποίο βρίσκονται τα κοιτάσματα, μεταξύ δηλαδή ενός νοητού τριγώνου μεταξύ Κύπρου – Ισραήλ – Ελλάδος, αλλά και της ίδιας της φύσης τους, σε θαλάσσιο δηλαδή χώρο και σε μεγάλο –σε κάποιες περιπτώσεις – βάθος, οι όποιες ενέργειες εκμετάλλευσής τους (εξόρυξης, διύλισης, επεξεργασίας, μεταφοράς κλπ) θα έπρεπε να είναι απόλυτα προστατευμένες.
Η προστασία φυσικά επιτυγχάνεται με δύο, επίσης, τρόπους:
Α) εμπλέκοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εταιρίες του χώρου, οι οποίες, λόγω του συστημικού χαρακτήρα τους, είναι ικανές να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις των χωρών τους
Β) εμπλέκοντας επίσης κράτη ή συνασπισμούς κρατών, τα ευρύτερα συμφέροντα των οποίων, απολαμβάνουν της προστασίας των ισχυρών της γης (ή όσων τους εκπροσωπούν)
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί τόσο η επιλογή της ισραηλινών συμφερόντων Noble από την Κυπριακή κυβέρνηση για το οικόπεδο 12 της ΑΟΖ της, όσο και των Ιταλικών ENI (σε σύμπραξη με τον Κορεατική Kogas) και της Γαλλικής Total, για τα επόμενα οικόπεδα που βγήκαν προς εκμετάλλευση.
Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι, το όνομα και το μέγεθος των εταιριών αυτών, επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις προβλέψεις για την αξία των κοιτασμάτων.
Στο ίδιο επίπεδο κινείται και η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού περί «ευρωπαϊκής ΑΟΖ και Ευρωπαϊκών κοιτασμάτων», στην (πρόωρη, εκτός πραγματικότητας και άκαιρη κατά τη γνώμη μου) προσπάθειά του δηλαδή να «εμπλέξει» την ΕΕ στην προστασία της ΜΗ θεσμοθετημένης ακόμη ΑΟΖ της Ελλάδος.
Σε αυτό το σημείο επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι ούτε η Νορβηγία, ούτε η Δανία, ούτε (καν) η Κύπρος μέσω των ανωτάτων εκπροσώπων τους, δεν έχουν κάνει παρόμοιες δηλώσεις. Προφανώς διότι τα κοιτάσματά τους ΔΕΝ θεωρούνται ... Ευρωπαϊκά!
Ανακεφαλαιώνοντας τα μέχρι στιγμής δεδομένα, έχουμε α) την ύπαρξη του Κυπριακού προβλήματος η οποία,εκ των πραγμάτων, εμπλέκει τον Τουρκικό παράγοντα, β) την βεβαιωμένη ύπαρξη μεγάλων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, γ) την απόφαση των ισχυρών ομίλων,κρατών κλπ να εκμεταλλευθούν τα κοιτάσματα αυτά και δ) λόγω της ιδιόμορφης γεωπολιτικά περιοχής στην οποία εντοπίζονται, την ανάγκη προστασίας τους
Κάπου εδώ, θα πρέπει να κάνουμε και κάποιες άλλες παραδοχές, όπως:
Α) η Ρωσία, μέχρι στιγμής, αποτελεί τον μεγαλύτερο τροφοδότη φυσικού αερίου της ΕΕ (και φυσικά της ... Γερμανίας)
Β) σήμερα βρίσκονται υπό κατασκευή, ή υπογράφονται διακρατικές συμφωνίες για την κατασκευή ανταγωνιστικών (για τα συμφέροντα ΗΠΑ - ΡΩΣΙΑΣ) μεταξύ τους, αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου
Γ) πάρα πολλοί Έλληνες (ή και άλλοι) εφοπλιστές, επενδύουν, εδώ και χρόνια, δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή πλοίων μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG)
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τους ανωτέρω παράγοντες, δεν είναι καθόλου παράξενη η στάση της Ρωσικής κυβέρνησης (το αντίθετο, θα έπρεπε να είναι αναμενόμενη) όσον αφορά τη βοήθειά της προς την Κύπρο, χωρίς η τελευταία να παραχωρήσει συγκεκριμένα ανταλλάγματα που θα ενέπλεκαν σε έντονα ενεργό ρόλο τη Ρωσία στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της ΑΟΖ της Κύπρου (πέραν των όποιων άλλων... ζητημάτων ή και ανταλλαγμάτων τα οποία πιθανόν να συζητήθηκαν)
Για ποιο πολιτικά ορθό λόγο άλλωστε, η Ρωσία θα βοηθούσε ένα κράτος το οποίο είναι πιθανό να υλοποιούσε το σχεδιασμό αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου ή και πετρελαίου, προς την ΕΕ, με υποθαλάσσιους αγωγούς μέσω Ελλάδος, που θα λειτουργούσαν ανταγωνιστικά ή, τουλάχιστον, θα υποβάθμιζαν τους ήδη υπάρχοντες αλλά και τους υπό σχεδιασμό;
Και όχι μόνο η Ρωσία, αλλά και οι ΗΠΑ...
Με τα δεδομένα λοιπόν της μεταφοράς του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου της Κύπρου, τόσο μέσω των αγωγών, όσο και μέσω πλοίων, να μην ελέγχονται άμεσα από εκείνους οι οποίοι καθορίζουν τις τύχες του κόσμου, το αποτέλεσμα των συναντήσεων των Κυπρίων προς αναζήτηση βοήθειας, ήταν προδιαγεγραμμένο.
Θα μπορούσε κανείς σε αυτό το σημείο να αναρωτηθεί «και ποιος ο ρόλος της ΕΕ, της Γερμανίας, σε όλο αυτό το πλαίσιο;»
Εδώ, θα πρέπει επίσης να κάνουμε και κάποιες άλλες παραδοχές, όπως:
Α) το ευρώ (€), τόσο ως νόμισμα, όσο και ως ... εμπορεύσιμο προϊόν στα χρηματιστήρια του κόσμου, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία του σήμερα, λειτουργεί ανταγωνιστικά, τόσο ως προς (και κυρίως) το δολάριο ($), όσο και ως προς τα άλλα «ισχυρά» νομίσματα (ρούβλι, γιεν, γουάν, λίρα Αγγλίας)
Β) το δολάριο αποτελεί το κύριο μέσο, τόσο συναλλαγής, όσο και αποτίμησης, του πετρελαίου παγκοσμίως
Γ) κανένα νόμισμα σήμερα δεν έχει το ακριβές αντίτιμό του στην ισοτιμία του με το χρυσό της χώρας (ή του συνασπισμού χωρών) από την οποία το ίδιο... παράγεται
Δ) είναι κοινά παραδεκτό πως η αξία ενός νομίσματος, καθορίζεται πλέον από τις πράξεις συναλλαγής του στα χρηματιστήρια του κόσμου, κάτι το οποίο έχει άμεση σχέση με τη δυνατότητα αυτών των κρατών να έχουν και να διατηρούν μία ανθηρή και αναπτυσσόμενη οικονομία.
Με βάση τα παραπάνω, η οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ και της Ευρωζώνης ειδικότερα, υποστηριζόμενης μάλιστα με τα εξόχως χαμηλά επιτόκια δανεισμού της ΕΚΤ (η οποία δεν ενστερνίζεται απολύτως τις απόψεις των υπολοίπων δύο της τρόικα παρουσίαζε μία έντονη δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια, κάτι που δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να περάσει απαρατήρητο από τους ανταγωνιστές της.
Ένα ισχυρό ευρώ, αποτελεί εν δυνάμει «κίνδυνο» για τα υπόλοιπα νομίσματα, και κυρίως του δολαρίου.
Μπορεί πρόσκαιρα οι εξαγωγές των χωρών οι οποίες χρησιμοποιούν τα άλλα νομίσματα, να παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις, μακροπρόθεσμα όμως, ποιος εγγυάται ότι η υπέρμετρη ισχυροποίηση του ευρώ, δεν απειλεί τις ίδιες τις οικονομίες τους, άρα και την καθεαυτή ύπαρξή τους στην παγκόσμια οικονομία;
Και ποιος μπορεί να είναι ο προσφορότερος παράγοντας ισχυροποίησης ενός νομίσματος, από αυτόν της άνθησης μιας οικονομίας η οποία το χρησιμοποιεί, μέσω της εκμετάλλευσης του ορυκτού της πλούτου;
Με άλλα λόγια, εάν η ΕΕ και ειδικότερα η Ευρωζώνη (και η χώρα η οποία την ελέγχει), καταφέρει να εκμεταλλευθεί και να εντάξει στην ευρύτερη οικονομία της, τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων, τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδος αργότερα, ποια μπορεί να είναι η τύχη (πχ) της Αγγλικής λίρας ή του δολαρίου στα ανά τον κόσμο χρηματιστήρια;
Απλά, θα έχαναν τη σημερινή τους αξία, με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία των χωρών τους.
Ο βασικότερος παράγοντας λοιπόν για τον οποίο η Γερμανία προσπαθεί με νύχια και με δόντια να πάρει στα χέρια της την οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης (κατ’ αρχήν) και της ΕΕ γενικότερα, και κατά συνέπεια να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, είναι η προσπάθειά της, είτε για να γίνει η ίδια κυρίαρχος του «παιχνιδιού» μέσω του ευρώ ή, σύμφωνα με τους... συνωμοσιολόγους, να οδηγήσει στην οριστική κατάρρευσή του και τη διάλυση της Ευρωζώνης, εφόσον α)ήδη έχει εξασφαλίσει τη δική της οικονομική σταθερότητα μέσω των τραπεζών της, οι οποίες «ξεφορτώθηκαν» τα δισεκατομμύρια ευρώ των τοξικών ομολόγων που κατείχαν μέχρι και το 2009 και είναι πλέον οι μόνες οι οποίες κερδίζουν από την οικονομική κρίση και β) έχει αποδυναμώσει τις οικονομίες των ... ανταγωνιστικών προς αυτή κρατών της ΕΕ, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και αυτό ακόμη το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Ελλάδα, απλά επιλέχθηκε να δεχθεί το πρώτο πλήγμα, ως ο «αδύναμος οικονομικά κρίκος», από όλους εκείνους που είχαν συμφέρον να μην ισχυροποιηθεί ή, απλά... να μην υπάρχει το ευρώ.
Ας μου επιτραπεί σε αυτό το σημείο να επισημάνω ότι, τόσο ιστορικά, όσο και λαμβάνοντας υπ’ όψιν κάθε άλλο παράγοντα, οι Γερμανικές επιδιώξεις στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, δεν υπολόγιζαν ποτέ το συλλογικό καλό, λόγο του έμφυτου ηγεμονισμού τους, ο οποίος τις χαρακτηρίζει.
Ένα ακόμη παράδειγμα του οικονομικού πολέμου ο οποίος (εν ολίγοις) βρίσκεται σε εξέλιξη, όσο κι αν αυτό φαντάζει περίεργο, είναι και η με κάθε επισημότητα εξαγγελία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα πριν λίγους μήνες, της έναρξης του διαλόγου μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ για τη δημιουργία μιας Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ των δύο οικονομιών.
Η έναρξη ενός τέτοιο διαλόγου, θα καταλήξει ουσιαστικά σε ένα διάλογο «συνεργατικού μπρα ντε φερ» μεταξύ των ΗΠΑ και της ισχυρότερης εξαγωγικής οικονομίας της ΕΕ, που δεν είναι άλλη από τη Γερμανία, η οποία φυσικά θα έπαιζε και τον ισχυρό παράγοντα συγκράτησης, της οικονομικής επέκτασης της Ρωσίας !
Κι αυτό διότι, ποιο άλλο νόμισμα θα είναι ισχυρότερο ή και... διάδοχο του ευρώ, εάν αυτό καταρρεύσει, από το ... μάρκο, το οποίο α) ήταν το μόνο που η ισοτιμία του κατά την έναρξη χρήσης του ευρώ ως κοινού νομίσματος στην Ευρωζώνη, ήταν ένα προς ένα και β) θα (;) το χρησιμοποιεί η μοναδική ανθούσα οικονομία της Ευρώπης;
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που κάθε συζήτηση η οποία ξεκινά με τα στερεότυπα ερωτήματα «Ευρώ ή Δραχμή» ή «Ευρώ πάση θυσία», ουσιαστικά πριμοδοτεί έναν ευρύτερο σχεδιασμό απαξίωσης του ίδιου του νομίσματος, πάνω στο οποίο, σήμερα, στηρίζεται η οικονομία της χώρας.
Δεν θα πρέπει να παραξενεύουν επίσης και οι κατά καιρούς τοποθετήσεις διαφόρων διεθνούς φήμης οικονομολόγων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή και οίκων αξιολόγησης, οι οποίες, απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα προτείνουν την επιστροφή της χώρας μας στο Εθνικό της νόμισμα. Οι περισσότεροι από αυτούς, είχαν ή έχουν θέσεις σε Διοικητικά Συμβούλια εταιριών οι οποίες έχουν ποντάρει μακροπρόθεσμα στην απαξίωση του ευρώ. Εξαιρουμένων βέβαια όσων προτείνουν κάτι τέτοιο από καθαρά... ιδεολογική άποψη, η οποία, κακά τα ψέματα, δεν έχει καμία θέση στην οικονομική αλλά και την γεωπολιτική ανάλυση .
Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι ο συνασπισμός των ανταγωνιστικών προς τη Γερμανία οικονομιών, οι οποίες σήμερα είτε βρίσκονται σε παρόμοια με τη χώρα μας οικονομική κατάσταση, είτε προβλέπεται να υποστούν και οι ίδιες τα απότοκα της επεκτατικής Γερμανικής οικονομικής πολιτικής. Αυτές θα πρέπει να αναλάβουν και τη στήριξη του κοινού μας νομίσματος, με μοναδικό στόχο αυτό να γίνει ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους, που θα ενδυναμώσει τη συνεργασία τους και θα τονώσει παράλληλα τις οικονομίες τους, καθιστώντας το ένα ισχυρό μέσο συναλλαγής και όχι επιρροής και επιβολής πολιτικών αποφάσεων.
Με όλο και περισσότερες οικονομίες στην Ευρωζώνη να παρουσιάζουν υφεσιακούς δείκτες, κάτι που σημαίνει ότι οι χώρες αυτές δεν πληρούν πλέον τα standards της Συνθήκης του Μάαστριχτ και θα πρέπει να λάβουν μέτρα, η από καιρό αναμενόμενη γενικευμένη αναταραχή στην Ευρώπη, πιθανό να μην είναι μακριά. Κάτι τέτοιο όμως, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, συμφέρει μόνον εκείνον που, ή το έχει σχεδιάσει ή έχει προετοιμαστεί κατάλληλα, θωρακίζοντας την οικονομία της χώρας του.
Κάπως έτσι, το «όχι» του Κυπριακού Κοινοβουλίου, αποτελεί την απαρχή μιας προσπάθειας η οποία, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, πέτυχε. Πέτυχε να αναταράξει τα λιμνάζοντα νερά της οικονομικής ελίτ της Ευρωζώνης, πέτυχε να... ξεμπροστιάσει την ηγεμονική συμπεριφορά ανθρώπων, που χρόνια τώρα καθορίζουν με τις αποφάσεις τους τις τύχες των λαών της Ευρώπης, πέτυχε να ξεκινήσει, ακόμη και εντός της Γερμανίας, ο διάλογος για το κατά πόσο οι καταθέσεις των πολιτών της, κάτι ιερό και σκοπό ζωής για τους ίδιους, κινδυνεύουν ή όχι, με ότι προεκτάσεις μπορεί να έχει μια τέτοια συζήτηση στη Γερμανία.
Το «όχι» της Κύπρου, βλασταίνει. Όσο κι αν απαξιώνεται, όσο κι αν πολεμιέται, η αρχή έχει γίνει.
Στο χέρι των λαών, είναι η προσπάθεια αυτή να καρποφορήσει, το δυνατόν συντομότερα.
ΥΓ. Όσον αφορά τη θέση της Τουρκίας αλλά και του Ισραήλ στην ανωτέρω ανάλυση, ίσως αποτελέσει το αντικείμενο ενός επόμενου άρθρου.
Πηγή